οξύγλυκυς

οξύγλυκυς
ὀξύγλυκυς, -γλύκεια, -υ, θηλ. και -υς (Α)
1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ
ποτό από ξίδι και μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + γλυκύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”